- πιθανολογική
- πῐθᾰνο-λογική, ἡ,A art of using probable or specious arguments, Arr.Epict.1.8.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιθανολογική — art of using probable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
πιθανολογικός — ή, όν, Α [πιθανολογία] 1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία 2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.) … Dictionary of Greek
τάχα — ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν νεοελλ. 1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι) 2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με… … Dictionary of Greek